- σεβαστῇ
- σεβαστόςvenerablefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σεβαστή — I Όνομα αρχαίων πόλεων της Μ. Ασίας και της Παλαιστίνης. 1. Πόλη της Λυδίας, ερείπια της οποίας βρέθηκαν σε ανασκαφές που έγιναν τα τελευταία χρόνια, κοντά στο σημερινό Σελτυζκλέρ Από τα μνημεία και τις επιγραφές συμπεραίνεται ότι στην ίδια θέση… … Dictionary of Greek
σεβαστή — σεβαστός venerable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστῆι — σεβαστῇ , σεβαστός venerable fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek
Sebaste — Sébaste Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Sébaste (avec ou sans accent selon le cas) est un nom propre ou commun, qui peut désigner : Zoonyme Sebaste, un représentant animal des… … Wikipédia en Français
Sébaste — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Sébaste (avec ou sans accent selon le cas) est un nom propre ou commun, qui peut désigner : Sommaire 1 Titre 2 … Wikipédia en Français
Sébaste (homonymie) — Sébaste Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Sébaste (avec ou sans accent selon le cas) est un nom propre ou commun, qui peut désigner : Zoonyme Sebaste, un représentant animal des… … Wikipédia en Français
Σαμάρεια — Ιστορική περιοχή της Παλαιστίνης, που σήμερα ανήκει στο κράτος του Ισρα ρήλ και στο Βασίλειο της Ιορδανίας. Ορίζεται στα Β από τη Γαλιλαία, στα Ν από την Ιουδαία, και στα Α από τη βαθιά συροαφρικανική τεκτονική τάφρο, τη λεγόμενη «Κοιλάδα του… … Dictionary of Greek
πολυπότνια — ἡ, Α πάρα πολύ σεβαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πότνια «σεβαστή» (πρβλ. παμ πότνια)] … Dictionary of Greek
Σεβάστεια — Πόλη της ασιατικής Τουρκίας και πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (65 000 κάτ.). Η Σ. είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Κιζιλιρμάκ σε υψόμετρο 1300 μ. Στα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Κάβειρα. Μετονομάστηκε έπειτα σε Σεβαστή και ήταν γνωστή για… … Dictionary of Greek